Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου Ο ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου Ο ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ
Ο σύλλογος είναι πολιτιστικός και αθλητικός. Τα μέλη του συλλόγου είναι από τη Μακεδονία, τη Θράκη ,οι απανταχού Ποντιακής καταγωγής καθώς και φίλοι που αγαπούν το σύλλογο. Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 2003 ως σύλλογος Βορειοελλαδιτών Σύρου και αθλητικός σύλλογος ''Ο Μέγας Αλέξανδρος''. Σήμερα ο σύλλογος, μετά την τροποποίηση του καταστατικού του, φέρει τη νέα του .επωνυμία Η αίθουσα του συλλόγου βρίσκεται στο Κάτω Μάννα (Χώνες) επί του κεντρικού δρόμου. ΤΗΛΕΦΩΝΑ επικοινωνίας 6932411950. ΤΜΗΜΑΤΑ : Παιδικό Θεατρικό Εργαστήρι κάθε Παρασκευή 17.00-19.00, Σάββατο 10.30-12.30 και 16.30-18.30 - ΤΜΗΜΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ :Τμήμα παιδιών και εφήβων κάθε Παρασκευή 19.10-20.00 και 20.00-21.00 . Τμήμα ενηλίκων κάθε Κυριακή 18.30-19.30 για αρχάριους και 19.30-20.30. για προχωρημένους. Χοροδιδάσκαλος ο Χρήστος Καρυοφυλλίδης. Σκοπός μας , να ΜΗΝ ξεχάσουμε τις ρίζες μας και να μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας την ιστορία μας.

Translate

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Νίκος Καζαντζάκης , εις Καύκασον



...Βρισκόµουν ακόµα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον Υπουργό της Κοινωνικής Προνοίας, τηλεγράφηµα αν δέχουµαι ν’ αναλάβω τη Γενική ∆ιεύθυνση του Υπουργείου µε ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο όπου κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να µετακοµιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν.


Πρώτη φορά παρουσιάζουνταν στη ζωή µου η ευκαιρία να µπω στην πράξη και να µην έχω πια να παλεύω µε θεωρίες κι ιδέες και Χριστούς και Βούδες, παρά µε ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα, ανθρώπους. Χάρηκα, είχα βαριεστήσει να ισκιοµαχώ και να γυρίζω από τόπο σε τόπο, κουβαλώντας ρωτήµατα και ζητώντας απάντηση.


Ακατάπαυστα τα ρωτήµατα ανανεώνουνταν κι ακατάπαυστα η απάντηση µετατοπίζουνταν, ρώτηµα σωριάζουνταν απάνω σε ρώτηµα, φίδι απάνω σε φίδι, πνιγόµουν. Καλή η στιγµή να δοκιµάσω αν η πράξη είναι η µόνη ικανή ν’ απαντήσει, κόβοντας µε το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόµπους της θεωρίας. ∆έχτηκα και για ένα άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωµένη ράτσα µου που κιντύνευε πάλι στο Προµηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. ∆εν ήταν ο Προµηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωµένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο -αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους Θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν.


Έτσι ταυτίζοντας τα σηµερινά παθήµατα µε τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύµβολο, δέχτηκα. Έφυγα από την Ιταλία, πέρασα από την Αθήνα, πήρα µαζί µου µια δεκαριά δια- λεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πως θα µπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές. Από το Νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Έλληνες έπιαναν, κι από το Βορρά οι Μπολσεβίκοι κατέβαιναν µε φωτιά και µε τσεκούρι και στη µέση οι Έλληνες του Μπατούµ, του Σοχούµ, της Τυφλίδας, του Καρς κι όλο και στένευε γύρα από το λαιµό τους η θελιά, και περίµεναν, γυµνοί, πεινασµένοι, άρρωστοι, το θάνατο. Το κράτος πάλι από τη µια µεριά, η Βία από την άλλη οι αιώνιοι σύµµαχοι.


Ύστερα από δύο βδοµάδες έφευγα από τον Καύκασο, οι τελευταίες µέρες στά θηκαν πολύ πικρές, αλήθεια, είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωµένα ψυχοµέτρι, έβλεπα την επέµβαση µου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεµίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα τα ρηµαγµένα, βαρβαροπατηµένα χώµατα.


Έπρεπε να’ µια ευχαριστηµένος. Όµως ένα κρυφό σκουλήκι δούλευε και σιγά-σιγά τρυπάνιζε την καρδιά µου, µα δε µπορούσα ακόµα να ξεχωρίσω καθαρά το πρόσωπο της νέας µου ανησυχίας, ένιωθα µονάχα την πίκρα της. Το βαπόρι ήταν γεµάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώµατά τους και πήγαινα να τις µεταφυτέψω στην Ελλάδα. Άνθρωποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώµατα, άγια κονίσµατα, Βαγγέλια, τσάπες κι αξίνες, έφευγαν τους Μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόµωναν κατά τη λεύτερην Ελλάδα.


∆εν είναι ντροπή να πω πως ήµουν βαθιά συγκινηµένος, σα να ’µουν Κένταυρος, κι όλο τούτο συβάπορο το τσούρµο σα να ’ταν, από το λαιµό και κάτω το κορµί µου. Η Μαύρη θάλασσα κυµάτιζε αλαφριά, σκούρα λουλακιά, και µύριζε σαν καρπούζι, ζερβά µας τα’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου, µια φορά κι έναν καιρό δικά µας, δεξά αστραφτερό. Απέραντο το πέλαγο.


Ο Καύκασος είχε σβήσει µέσα στο φως, µα οι γέροι, µε τη ράχη γυρισµένη, κάθουνταν στην πρύµνα και δε µπορούσαν να ξεκολλήσουν τα µάτια τους από το αγαπηµένο ουρανοθάλασσο. 


Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασµα ήταν και σκόρπισε, µα απόµεινε ασάλευτος, αβασίλευτος βαθιά στις λαµπυρήθρες των µατιών τους. ∆ύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου