Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου Ο ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου Ο ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ
Ο σύλλογος είναι πολιτιστικός και αθλητικός. Τα μέλη του συλλόγου είναι από τη Μακεδονία, τη Θράκη ,οι απανταχού Ποντιακής καταγωγής καθώς και φίλοι που αγαπούν το σύλλογο. Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 2003 ως σύλλογος Βορειοελλαδιτών Σύρου και αθλητικός σύλλογος ''Ο Μέγας Αλέξανδρος''. Σήμερα ο σύλλογος, μετά την τροποποίηση του καταστατικού του, φέρει τη νέα του .επωνυμία Η αίθουσα του συλλόγου βρίσκεται στο Κάτω Μάννα (Χώνες) επί του κεντρικού δρόμου. ΤΗΛΕΦΩΝΑ επικοινωνίας 6932411950. ΤΜΗΜΑΤΑ : Παιδικό Θεατρικό Εργαστήρι κάθε Παρασκευή 17.00-19.00, Σάββατο 10.30-12.30 και 16.30-18.30 - ΤΜΗΜΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ :Τμήμα παιδιών και εφήβων κάθε Παρασκευή 19.10-20.00 και 20.00-21.00 . Τμήμα ενηλίκων κάθε Κυριακή 18.30-19.30 για αρχάριους και 19.30-20.30. για προχωρημένους. Χοροδιδάσκαλος ο Χρήστος Καρυοφυλλίδης. Σκοπός μας , να ΜΗΝ ξεχάσουμε τις ρίζες μας και να μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας την ιστορία μας.

Translate

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Παλαιότερη ομιλία για τη Γενοκτονία - Ερμούπολη Σύρου



 

Η ιστορία του Ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου, ξεκινά από το μύθο, από τότε που ο Φρίξος και η Έλλη ταξίδεψαν πάνω στο Χρυσόμαλλο Δέρας για να αποφύγουν τη θυσία τους από τους θεούς του Ολύμπου. Ακολούθησε ο θάνατος της Έλλης και ο Φρίξος με την άφιξή του στην Κολχίδα ανέθεσε τη φύλαξη του πολύτιμου Δέρατος στο βασιλιά Αιήτη. Η Αργοναυτική εκστρατεία, με τον Ιάσονα και πλήρωμα απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις, αποτέλεσε την προσπάθεια για την κτήση του Χρυσόμαλλου Δέρατος και την απόπειρα για εποικισμό της περιοχής, που αρχίζει αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο, το 1100 π.Χ.
 
Η Μίλητος είναι η πρώτη πόλη της Ιωνίας που επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο, δημιουργώντας αποικίες οι οποίες σύντομα μετεξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις. Η Σινώπη , η Τραπεζούντα , Κερασούντα , Αμισός (Σαμψούντα),  Οδησσός,  Παντικάπαιον,  Διοσκούρια (Σοχούμι), η Πιτιούντα, η Αρχαιόπολις, είναι μερικές από αυτές.
 
Ο Αξενος Πόντος γίνεται Εύξεινος Πόντος, φιλόξενη θάλασσα δηλαδή.
 
Ο Εύξεινος Πόντος βρίσκεται στα βορειοανατολικά παράλια της Τουρκίας . Στον Πόντο άνθισε, για εικοσιοχτώ ολόκληρους αιώνες, ένας πολιτισμός που κόμισε στην ανθρωπότητα την κριτική σκέψη, δηλαδή τη βάση της επιστήμης και της έρευνας. Δίχως αυτόν τον πολιτισμό η ζωή των ανθρώπων σήμερα, σε καθολική κλίμακα, θα ήταν άλλη.
 
Στη βυζαντινή περίοδο αναπτύσσεται η ελληνική ταυτότητα, αλλά ο Εύξεινος Πόντος συνεχίζει να αποτελεί το χώρο όπου υπάρχουν αντιπαραθέσεις της αυτοκρατορίας με τους Άραβες, Πέρσες, Τούρκους, Σελτζούκους και την αναδυόμενη Ρωσία. Με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204, δημιουργείται η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τους Κομνηνούς.
 
Οι Οθωμανοί ταύτισαν τον Εύξεινο Πόντο, με τα πιο σημαντικά τους συμφέροντα, αφού προσέφερε ασφάλεια και επιπλέον ήταν ο χώρος σύνδεσης με τους πόρους του Καυκάσου και της Κασπίας. Οι Έλληνες της περιοχής , μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο, ανακτούν την πίστη τους και συμμετέχουν στη Φιλική Εταιρεία η οποία ξεκινά στην Οδησσό με αρχηγό το γόνο μίας διακεκριμένης Ποντιακής οικογένειας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
 
Οι Έλληνες του Πόντου ήταν ζωντανό κατάλοιπο της οικουμενικής δυναμικής του Ελληνισμού προτού αυτή να υποταχθεί στον εθνικιστικό επαρχιωτισμό και αλλοτριωθεί σε βαλκανικό περιθώριο της Ευρώπης. Τότε, πριν από τους δυο παγκοσμίους πολέμους, ο Έλληνας, όπως έγραψε ο Ελύτης «ανάσαινε ακόμα τον αέρα μίας περίπου αυτοκρατορίας. Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, τη νότια Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ως κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».
 
Ίσως σήμερα ένα παιδί που τελειώνει το ελληνικό σχολείο να αγνοεί ακόμα και το που βρίσκεται γεωγραφικά ο Πόντος, που η Τραπεζούντα, που η Σινώπη, η Κερασούντα, η Αμισός, η Αμάσεια, η Αργυρούπολη, η Οινόη, η Παναγία Σουμελά. Να αγνοεί ότι εκεί ανθούσε επί αιώνες ένας γεμάτος σφρίγος Ελληνισμός και ότι έφτασε κάποια στιγμή που αποτέλεσε αυτόνομο ελληνικό κράτος.
 
Και όμως αυτός ο Ελληνισμός γενοκτονήθηκε...
 
Οι Ελληνες του Πόντου από το 1461 – πτώση της Τραπεζούντας - και έπειτα γνώρισαν διωγμούς και προσπάθειες για τον εξισλαμισμό και εκτουρκισμό. Η απόφαση για την εξόντωση των Ελλήνων (και Αρμενίων) πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ στην περίοδο 1919 – 1923.
 
Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Εμβέρ και Ταλαάτ, ηγέτες των Νεότουρκων, σχέδιο εξαφάνισης των Ποντίων που προέβλεπε, «άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
 
 
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είχε τρεις φάσεις...
Η πρώτη φάση , για τη μαζική εξόντωση των Ελλήνων που ζούσαν στον Πόντο, στην Ιωνία, στη Θράκη αλλά και των Αρμενίων, των Ασσυρίων, αρχίζει το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Ανατολικό ζήτημα, η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία, η συμμαχία με τη Γερμανία και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη των μαζικών διωγμών...
 
Η συστηματική εξόντωση των Ποντίων υπήρξε προσχεδιασμένο έγκλημα. Σε ανταπόκριση του περιοδικού «The times of London» στις 3 Οκτωβρίου 1911 παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών του συνεδρίου. Η Οθωμανοποίηση δια της βίας όλων των κατοίκων αποφασίζεται τελεσίδικα.
 
Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι μουσουλμάνοι. « Η επιρροή του μουσουλμανισμού πρέπει να επικρατήσει. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να κατασταλεί αφού δεν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τους Χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δουλεύουν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος…Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και αυτονομίας δεν υπάρχει για τις υπόλοιπες εθνότητες οι οποίες μπορούν να κρατήσουν τη θρησκεία τους αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας….»
 
Η τριάδα Ενβέρ, Ταλάατ και Τζεμάλ θέτει σε εφαρμογή το απάνθρωπο σχέδιο τους. Η ρητορεία του νεοτουρκικού καθεστώτος για ισονομία και ισοπολιτεία δίνει τη θέση της στoν σχεδιασμό ότι και οι Έλληνες πρέπει να εξοντωθούν. «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. …»

Οι σποραδικές δολοφονίες αυξάνονται. Χωρικοί που πηγαίνουν στα χωράφια τους βρίσκονται καθημερινά δολοφονημένοι. Ο πρέσβης των ΗΠΑ Χένρι Μοργκεντάου, αγανακτισμένος γράφει: «…Η συμπεριφορά αυτή της τουρκικής κυβέρνησης εναντίον των Ελλήνων προκάλεσε την αγανάκτησή μου….Αναμφίβολα , η αδιαφορία του πολιτισμένου κόσμου ενθάρρυνε τους Τούρκους να χρησιμοποιήσουν αυτές τις μεθόδους εναντίον των Ελλήνων και των άλλων Χριστιανικών λαών…».
 

Η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας ξεκινά το 1915 . Το Οθωμανικό κράτος βρίσκεται σε πόλεμο με τις δυτικές δυνάμεις. Οι δικαιολογίες των Τούρκων για συνεργασία των Ελλήνων και των Αρμενίων με τις δυνάμεις της Αντάντ και οι πρώτες κινήσεις αυτοάμυνας , νομιποποιεί την κρατική βία και δίνει άλλοθι στους Νεότουρκους....


Η περίοδος 1919-1923 αποτελεί την τρίτη και τελευταία φάση της γενοκτονίας.

Κάτω από την καθοδήγηση Γερμανών συμβούλων και με ηθικούς αυτουργούς τον γερμανό πρέσβη Βανγκενχάιμ και το στρατιωτικό επιτελείο υπό τον στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς εφαρμόζονται σκληρότεροι και αποτελεσματικότεροι τρόποι εξόντωσης. Τα τάγματα εργασίας, τα γνωστά «αμελέ ταμπουρού» με ανελέητους ξυλοδαρμούς και εκτελέσεις, ο λευκός θάνατος με τις μαζικές εξορίες γυναικόπαιδων που περιφέρονται χωρίς λόγο και σκοπό στα βουνά και στις ερήμους με ζέστη και πολικό ψύχος χωρίς ρουχισμό και τροφή, οι δίκες με κατασκευασμένες κατηγορίες και αποφάσεις, οι επιτάξεις και αρπαγές είναι οι νέες μορφές εξόντωσης.

Ακόμη και ο γιος του Τζεμάλ πασά, μέλους της τριανδρίας, ο οποίος σπούδαζε στο Παρίσι έδωσε την παρακάτω πληροφορία, όπως αυτή εντοπίσθηκε στα αρχεία του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1917 « εδώ και τρεις βδομάδες, σφαγές Ελλήνων κατά μάζες έλαβαν χώρα. Ο αριθμός των φονευθέντων φθάνει τις 40 000.»

Στις 19 Μαΐου του 1919 , ημερομηνία κατά την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στην Σαμψούντα , μπαίνει σε εφαρμογή η σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Για την επικράτηση του κεμαλισμού χρησιμοποιήθηκαν στρατιωτικά, πολιτικά και «διάφορα θεσμικά» μέσα.

 Τα δικαστήρια της ανεξαρτησίας της Αμάσειας ήταν ένα «θεσμικό μέσο». Με συνοπτικές διαδικασίες δολοφονούνται η θρησκευτική πολιτική και πνευματική ηγεσία της Αμισού και της Πάφρας.

Συνταρακτική είναι η στάση του νεαρού, μόλις 32 ετών, δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη, ο οποίος απευθυνόμενος στον δικαστή είπε. «Εμένα δεν με αφορά το κατηγορητήριο. Εγώ κύριε πρόεδρε δεν αγωνίστηκα ποτέ για Ανεξάρτητο Πόντο. Εγώ μια ζωή αγωνίστηκα για την ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.»

Ενώ ο μελλοθάνατος Γιώργος Κακουλίδης, μια ημέρα πριν την αγχόνη , γράφει στη γυναίκα του ...

«Αγαπητή μου Κυριακή,

Πλησιάζει το τέλος μας, ο θάνατος περιίπταται των κεφαλών μας. Χθες
ενενήκοντα πέντε Αμισηνοί και Παφραίοι κατεδικάσθησαν εις θάνατον δι'
αγχόνης, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήσαν το άνθος των άνω πόλεων,
επιστήμονες, έμποροι, τραπεζίται, τυχόντες πάσης ηλικίας. Και εις
ημάς το ίδιον θα συμβή...>>

Οι εκτοπίσεις, οι εξορίες , οι οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικόπαιδων και των γερόντων - οι άνδρες βρίσκονται ήδη στα τάγματα εργασίας ή στο στρατό - είναι ένα Αουσβιτς εν ροή, οι άνθρωποι πέθαιναν καθ΄ οδόν. Δεν περπατούσαν για να φθάσουν κάπου, όχι , περπατούσαν για να πεθάνουν από τις κακουχίες, την παγωνιά, την πείνα, τον εξευτελισμό ....

Εκτός από τους διωγμούς έγιναν και ευρείας έκτασης προσπάθειες βίαιου εξισλαμισμού...Ο Μητροπολήτης Τραπεζούντας Χρύσανθος , στην έκθεσή του στον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 12 Οκτωβρίου 1918 αναφέρει τη βία που σημειώθηκε στην περιοχή του , ενώ ο μητροπολίτης Νεοκαισάριας σημειώνει << τα πάνδεινα υποστάντες οι κάτοικοι Κολωνίας , ληστεύσεις, διωγμούς, βιασμούς και σφαγές. Ετάφησαν άκλαυτοι και ακήδευτοι στις αφιλόξενες χώρες των Τούρκων ....>> .

Το σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων αφορούσε και τις γυναίκες και τα παιδιά. Η βίαιη αρπαγή των γυναικών και ο εγκλεισμός τους σε σπίτια Τούρκων, ο εξισλαμισμός τους, οι μαζικοί βιασμοί και οι βίαιες εγκυμοσύνες, η δολοφονία εγκύων γυναικών, η βίαιη αρπαγή παιδιών και βρεφών από τις μητέρες τους και η μεταφορά τους σε τουρκικές οικογένειες, τεκμηριώνει το αδίκημα της γενοκτονίας.

Η Γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού στοιχειοθετεί, πρωταρχικά, έγκλημα απέναντι σε έναν πολιτισμό με πανανθρώπινη εμβέλεια. Δεν πρόκειται για μεγαλόστομη ρητορεία, όπως γράφει ο καθηγητής Χρήστος Γιαναράς. Ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τον Πόντο, κοιτίδα πανάρχαιη του ανθρώπινου πολιτισμού, θα είχε σήμερα το ανάλογό του, αν εξαλείφονταν οι Γάλλοι από το Παρίσι, οι Βρετανοί από την Οξφόρδη, οι Γερμανοί από τη Χαϊδελβέργη-

Πόντος χωρίς Ελληνισμό σημαίνει εξάλειψη και διακοπή της συνέχειας μιας πληθυσμιακής παρουσίας ταυτισμένης με πρόταση πολιτισμού που ενδιαφέρει πανανθρώπινα.

Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν απέκτησε τη δικαίωση που της οφείλαμε. Γιατί, όπως πολύ σωστά αναλύει ο καθηγητής κ. Κ. Φωτιάδης ,θέσαμε ως πρώτη προτεραιότητα να ασχοληθούμε με το χώρο του ελλαδικού κράτους. Αγνοήσαμε όμως έτσι την ουσία. Ότι ο ελληνισμός εκτείνονταν πολύ πέραν του ελλαδικού κράτους. Γιατί εκτιμήσαμε ότι πρέπει στο όνομα της φιλίας και καλής γειτονίας να θέσουμε λήθη στην ιστορία μας...

Σήμερα στην Ελλάδα και τη Διασπορά, οι Πόντιοι είναι περίπου ενάμιση εκατομμύριο, που συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου και των τόπων όπου ζουν. Αγωνίζονται για την αναγνώριση της γενοκτονίας, προσπαθούν να διασώσουν την κληρονομιά τους, καλλιεργούν την παράδοσή τους και ζουν και πορεύονται με οδηγό την ποντιακή ζωή και συνέχεια.

Οι νεκροί του Πόντου , οι δικοί μας άνθρωποι, μέσα από εμάς τις νεότερες γενιές, ζητούν δικαίωση ... Οχι δε μισούμαι...

Και όπως λέει η Ελληνοαμερικανίδα συγγραφέας Θία Χάλο , γνωστή από το βιβλίο της ΄΄Ούτε το Ονομά μου΄΄

 <<Όσοι δεν ξέρουν την Ιστορία και βλέπουν τον κόσμο με παρωπίδες, τυφλώνονται από την ιδεολογία του μίσους. Το να θυμάσαι, δεν σημαίνει να υποδαυλίζεις το μίσος μέσα και έξω. Το μίσος καταστρέφει ό,τι είναι καλό και καθαρό στο παρελθόν και στο παρόν. Να θυμάσαι σημαίνει απλώς να μην σβήσουμε αυτό που μας ανήκει.Γιατί δε φταίνε οι λαοί. Οι πολιτικοί φταίνε>>.

Γι΄ αυτό , το μόνο που απαιτούμε από τη γείτονα χώρα είναι να σταματήσει να αρνείται το μαζικό έγκλημα και την καλούμε να πράξει το καθήκον της, αναγνωρίζοντας την ευθύνη για τη Γενοκτονία, ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού, ειλικρινούς μεταμέλειας, φιλίας και συνεργασίας με την Ελλάδα.

Απαιτούμε από την Ελληνική Πολιτεία να εργασθεί με σοβαρότητα ώστε να πληθύνει ο αριθμός των χωρών που θα αναγνωρίσουν με επίσημες πράξεις τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

«Ας είναι Αιωνία η Μνήμη τους σε οποιοδήποτε χώρο και γη είναι τα λείψανα τους».

 

Διδάσκοντας της Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου

 


Του Βλάσση Αγτζίδη

 

   Το Σκεπτικό – Οι στόχοι
 
1.1.

Η Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού έχει αναγνωριστεί επισήμως από τη Βουλή των Ελλήνων, την Κύπρο, τη Σουηδία, πολιτείες των ΗΠΑ και περιφερειακές κυβερνήσεις στην Αυστραλίας. Από το 1994 είναι επίσημη Εθνική Επέτειος στην Ελλάδα, ενώ από το 1998 η Γενοκτονία στο σύνολο της Μικράς Ασίας ανακηρύχτηκε σε δεύτερη επίσημη Εθνική Επέτειο.

 
1.2.
 
Η 19η Μαϊου έχει οριστεί ως συμβολική Ημέρα Μνήμης, εφόσον εκείνη τη μέρα του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ πασά αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα του Πόντου, αυτονομήθηκε από την κεντρική Οθωμανική κυβέρνηση και συγκρότησε τα εθνικιστικά του στρατεύματα, τα οποία εν τέλει θα κατανικήσουν τους Έλληνες (ελληνικό στρατό στην Ιωνία και Πόντιους αντάρτες στο Βορρά της Μικράς Ασίας). Θα ολοκληρώσουν την προαποφασισμένη από τους Νεότουρκους (1911) εθνική εκκαθάριση με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922. Η 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης από τους κεμαλικούς εθνικιστές,ορίστηκε ως Ημέρα Μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
 
1.3.
 
Ο βασικός σκοπός της ιστορικής εκπαίδευσης είναι να προετοιμάσει και να
διαμορφώσει υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες που να μπορούν να ερμηνεύσουν τα
ιστορικά γεγονότα και να χρησιμοποιήσουν τα συμπεράσματα στο παρόν. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η ιστορική γνώση μεταδίδεται δημιουργικά, αναπτύσσεται και καλλιεργείται το κριτικό πνεύμα, δεν εγκλείεται αποκλειστικά στο παρελθόν όπου συνέβη το γεγονός, αντιμετωπίζοντάς το ως μοναδικό και ανεπανάληπτο. Δηλαδή οι μαθητές με τη διδασκαλία του ιστορικού γεγονότος της Γενοκτονίας πρέπει να αναπτύσσουν και να βελτιώνουν τις διανοητικές τους δεξιότητες και να στοχάζονται για το ιστορικό πλαίσιο του κόσμου στον οποίο ζουν, έχοντας κατανοήσει το παρελθόν και τις αδιόρατες, υπόγειες διεργασίες οι οποίες συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί το παρόν.
 
 
1.4.
 
Η παρουσίαση του γεγονότος της Γενοκτονίας στο μικρασιατικό Πόντο θα πρέπει
απαραιτήτως να ενταχθεί στο ευρύτερο Ιστορικό Πλαίσιο, μέσα στο οποίο
πραγματοποιήθηκε, ώστε οι μαθητές να έχουν μια καλή εποπτεία της εποχής και των
κρίσιμων παραμέτρων. Δηλαδή, να παρουσιαστεί αναλυτικά το γεγονός ότι η
Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού υπήρξε τμήμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων
της Ανατολής, η οποία με τη σειρά της εντάσσεται στο πλαίσιο των αποφάσεων των
Νεότουρκων (Οκτώβριος 1911) για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 
1.5.

Θα πρέπει να περιγραφούν με ακρίβεια οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επέλεξαν τη μέθοδο της Γενοκτονίας για την επίλυση των εσωτερικών αντιθέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να παρουσιαστούν αναλυτικά τα αίτια τα οποία οδήγησαν στην επιλογή αυτών των μεθόδων. Πρέπει να κατανοηθεί στο βάθος η μειοψηφική τάση του μιλιταριστικού τουρκικού εθνικισμού (Νεότουρκοι-Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος»), η οποία θα επικρατήσει πραξικοπηματικά το 1908 και θα οδηγήσει στις αποφάσεις για τις Γενοκτονίες.
 
1.6.

Θα πρέπει οι μαθητές να κατανοήσουν ότι η Γενοκτονία δηλαδή η μαζική δολοφονία
ανθρώπων εξαιτίας της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους κατάστασης δεν ήταν μια απρόσωπη διαδικασία. Ότι οι άνθρωποι-θύματα υπήρξαν συγκεκριμένοι άνθρωποι με αξιοπρέπεια, με καθημερινή ζωή, με σχέσεις και όχι απρόσωπα μαζικοποιημένα όντα. Το στοιχείο αυτό θα προκύψει μέσα από την παρουσίαση αυθεντικών μαρτυριών των θυμάτων.
 
1.7.

Θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί από τους μαθητές ότι η συγκεκριμένη Γενοκτονία δεν αποτελεί ένα περιορισμένο γεωγραφικά και χρονικά γεγονός, αλλά ότι εγκαινιάζει μια νέα πολιτική αντιμετώπισης διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων από σκληρές εξουσίες, που επιδιώκουν την ομογενοποίηση του χώρου που ελέγχουν ή την κυνική μεταφορά πλούτου από τις ομάδες-θύματα στους θύτες. Η κορύφωση αυτής της νέας πολιτικής θα είναι το Ολοκαύτωμα που θα πραγματοποιήσουν οι Ναζί, οι οποίοι κυριολεκτικά «βιομηχανοποίησαν» την εξόντωση των στοχευμένων πληθυσμών.
 
1.8.

Τα στοιχεία που πρέπει να δοθούν στους μαθητές πρέπει να είναι καλά τεκμηριωμένα, να μην επιδέχονται αμφισβητήσεων και να μη χαρακτηρίζονται από υπερβολές, οι οποίες εν τέλει υπονομεύουν όλη τη διαδικασία της διδασκαλίας της Γενοκτονίας.
 
1.9.
 
Η παρουσίαση πρέπει να βασίζεται σε περιγραφή των συνθηκών, του ιστορικού-κοινωνικού-πολιτικού πλαισίου και των αιτίων που οδήγησαν στη Γενοκτονία. Ο διδάσκων/ουσα θα πρέπει να αποφεύγει να βασιστεί στην «παιδαγωγική του αίματος» και των δακρύων. Αφενός γιατί η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να εκπέσει σε μελόδραμα και αφετέρου γιατί ο παιδαγωγικός στόχος δεν πρέπει να είναι η πρόκληση συναισθηματικής έξαρσης, αλλά κατανόησης των γεγονότων, που βασίζεται στην εμπεριστατωμένη γνώση και στα καλά δομημένα ερμηνευτικά εργαλεία.
 
2.0.

Συνοψίζουμε τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν και για να υπηρετηθεί με
τον καλύτερο τρόπο η ευστοχία της ιστορικής μάθησης:
-Η χρησιμοποιούμενη ορολογία να είναι ακριβής
-Τα στοιχεία που παρατίθενται να είναι σωστά και
αποδεδειγμένα
-Να αποσαφηνίζονται οι κατηγορίες «θύτης»/«θύμα»,
«πρόθεση»/«αποτέλεσμα», «χρόνος» και «τόπος», «μέσα πραγματοποίησης»
-Να περιγράφονται με πληρότητα οι αιτίες καθώς και η λογική αλληλουχία που
ακολουθεί (εμφάνιση τουρκικού εθνικισμού, κατάληψη της εξουσίας, απόφαση για εθνοκαθάρσεις ώστε να δημιουργηθεί έθνος-κράτος, οργάνωση των Γενοκτονιών, διαμόρφωση ιδεολογίας αποκλεισμού, υλοποίηση των αποφάσεων, απελευθέρωση των δυνάμεων του εθνικισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολεμικές συγκρούσεις, πρόσφυγες παντού, στάση της Ελλάδας και των πολιτικών της δυνάμεων, διχασμός, ήττα, ολοκλήρωση των γενοκτονιών, προσφυγοποίηση στην Ελλάδα και την ΕΣΣΔ.)
-Να αποφεύγονται οι ισοπεδωτικές απλουστεύεις του τύπου «καλός-κακός», «άσπρο-μαύρο», που ακυρώνουν κάθε προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης των ιστορικών συμπεριφορών.   


 
 
 Ιστορικό Πλαίσιο
 
2.1.
 
Το Ιστορικό Πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να διδάσκεται η Γενοκτονία ορίζεται
πλέον από την απόφαση του International Association of Genocide Scholars –
IAGS. Συγκεκριμένα, στις 16 Δεκεμβρίου 2007, η Διεθνής Ένωση Μελετητών
Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars – IAGS), ο καθ’ ύλη
διεθνής οργανισμός, εξέδωσε το παρακάτω ψήφισμα, με το οποίο αναγνωρίζεται ότι
η εθνική εκκαθάριση που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς ανήκει στην νομική
κατηγορία των «εγκλημάτων Γενοκτονίας», όπως
αυτή ορίστηκε από τον ΟΗΕ το 1948:

«ΔΕΔΟΜΕΝΟΥΟΤΙ η άρνηση της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως το τελικό στάδιο της
γενοκτονίας, που επιφυλάσσει στους δράστες της γενοκτονίας την ατιμωρησία και
αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες.



ΔΕΔΟΜΕΝΟΥΟΤΙ η γενοκτονία μειονοτικών πληθυσμών από το Οθωμανικό κράτος κατά τη διάρκεια
και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο απεικονίζεται συνήθως ως γενοκτονία των
Αρμενίων αποκλειστικά, με μερική μόνο αναγνώριση των ποιοτικά όμοιων
γενοκτονιών άλλων Χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΨΗΦΙΖΟΥΜΕΟΤΙ είναι πεποίθηση της διεθνούς Ενώσεως Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των
Γενοκτονιών ότι η εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των Χριστιανικών μειονοτήτων
της Αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία των Αρμενίων,
των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολίας.

ΨΗΦΙΖΟΥΜΕΑΚΟΜΑ ΟΤΙ η ένωση ζητά εκ τούτου από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει
τις γενοκτονίες αυτών των πληθυσμών, να εκδώσει μια επίσημη απολογία και να
προχωρήσει σε άμεσα και σημαντικά βήματα για αποκατάσταση»

(http://www.genocidetext.net)

Από τη στιγμή της έκδοσης του κορυφαίου αυτού Ψηφίσματος (Δεκέμβρης του 2007), το οριστικό πλαίσιο της διδασκαλίας της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού αλλάζει και διευρύνεται. Εφεξής, η αναπαραγωγή τοπικιστικών προσεγγίσεων, καθώς και λανθασμένων αριθμητικών στοιχείων αντίκειται στο Ψήφισμα. Να αποφεύγονται, τουλάχιστον τα αριθμητικά, στοιχεία που δημοσιεύτηκαν λόγω περιορισμένων γνώσεων πριν την έκδοση του Ψηφίσματος.

Η διδασκαλία πρέπει απαραιτήτως να πραγματοποιείται με την παρουσίαση του ευρύτερου γεγονότος της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, να παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκε ο τουρκικός εθνικισμός και έλαβε τις αποφάσεις για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.
 
2.2.
 
Θα πρέπει να αποσαφηνίζονται οι έννοιες «εθνοκάθαρση», «γενοκτονία», «έγκλημα πολέμου», «μαζικές σφαγές», «εξόντωση», «καταστροφή».
Να τονίζεται ιδιαιτέρως ότι ο όρος «γενοκτονία» αποτελεί νομικό όρο του διεθνούς δικαίου και όχι λέξη της καθομιλουμένης για να χαρακτηριστεί μια συγκεκριμένη βίαιη πράξη. Η «εθνοκάθαρση» ή το «έγκλημα πολέμου» ή η «Καταστροφή» ή η «μαζική σφαγή» μπορεί να χαρακτηριστεί γενοκτονία μόνο εάν υπακούει στα σχετικά κριτήρια , όπως ορίστηκαν από τον ΟΗΕ με τη Σύμβαση του 1948. Σύμφωνα με τη σχετική Σύμβαση, γενοκτονία είναι: «
η εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας», με έναν από τους παρακάτω
τρόπους:

«α) τον φόνο
μελών της ομάδας,

β) την
πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας,

γ) τη
σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής υπολογισμένων, έτσι ώστε να επιφέρουν
τη φυσική τους καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει,

δ) την επιβολή
μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας και

ε) την
υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε κάποια άλλη»
.

Στην περίπτωση των Ελλήνων της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εφαρμόστηκαν και οι πέντε τρόποι, σε διαφορετικό χρόνο
και με διαφορετικό τρόπο στους επιμέρους πληθυσμούς
.
 
2.3.
 
Θα πρέπει να περιγράφεται η διαδικασία κλιμάκωσης της Γενοκτονίας η οποία –όσον
αφορά την ελληνική περίπτωση- ξεκινά με συστηματικές διώξεις στην Ανατολική Θράκη το 1914, συνεχίζεται την ίδια χρονιά στην Ιωνία (Δυτική Μικρά Ασία) και κορυφώνεται το 1916 στον Πόντο (Βόρεια Μικρά Ασία).
 
Θα πρέπει επίσης να διαχωρίζονται οι δύο φάσεις της Γενοκτονίας και να παρουσιάζονται αναλυτικά τα διαφορετικά ιστορικά πλαίσια εντός των οποίων πραγματοποιήθηκαν:
 
Α’ φάση τηςΓενοκτονίας έλαβε χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και είχε ως θύτες τους Νεότουρκους εθνικιστές, ενώ υπήρξε ανοχή από τους συμμάχους τους, Γερμανούς και Αυστριακούς.
 
Β’ φάση της Γενοκτονίας έγινε την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) από τους κεμαλικούς εθνικιστές που αυτονομήθηκαν από την κεντρική οθωμανική κυβέρνηση. Κατά τη δεύτερη φάση υπήρξε αρχική ανοχή κάποιων συμμάχων της Ελλάδας (Ιταλών, Γάλλων, Αμερικανών). Στη συνέχεια, και λόγω της πολιτικής των μοναρχικών, ουδετεροποιήθηκαν οι υπόλοιποι (Βρετανoί). Υποστηρικτές του τουρκικού εθνικισμού υπήρξαν και οι αντιπάλοι των Δυτικών, δηλαδή το νεαρό σοβιετικό κράτος. Επίσης θα πρέπει να τονιστεί ο ελληνικός Διχασμός μεταξύ μοναρχικών-βενιζελικών που αποδυνάμωσε το ελληνικό εσωτερικό μέτωπο και επέτρεψε στον Κεμάλ να νικήσει και να ολοκληρώσει τη Γενοκτονία του ελληνικού, αρμενικού και ασσυριακού πληθυσμού στο σύνολο της παλιάς
πολυεθνικής, ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία μετέτρεψε πλέον σε τουρκικό έθνος-κράτος.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Η συμβολή του Χρύσανθου στην οικοδόμηση της Ποντιακής ιδέας - Σύλλογος Ποντίων & Βορειοελλαδιτών Σύρου

 


Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ’ επήγαν και μαναχόν αθάνατα τ’εσά τα τραγωδίας.

Χρύσανθος Θεοδωρίδης

Συμπληρώθηκαν οκτώ χρόνια από τότε που σίγησε το αηδόνι του Πόντου, ο Χρύσανθός μας, ο μεγάλος Πόντιος τραγουδιστής, που για πέντε δεκαετίες ζωντάνευε με τη μελωδική φωνή του τους καημούς της ξενιτιάς και της προσφυγιάς, τους πόθους και τα «πάθια» του δοκιμαζόμενου ελληνισμού του Πόντου.



Η φωνή του Χρύσανθου έγινε η συνείδηση του ποντιακού στοιχείου. Μια συνείδηση που ταξίδεψε τους Πόντιους στις αλησμόνητες πατρίδες, τους πρόσφερε το λυτρωτικό βάλσαμο της παρηγοριάς και τους έμαθε να αγαπούν τον τόπο τους μέσα από την επιδίωξη της δικής τους ταυτότητας.

Η πρώτη γενιά των προσφύγων κουβαλώντας το άρμα του μόχθου σφούγγισε τον ιδρώτα της στις νέες πατρίδες, στεφάνωσε το μόχθο της με προσμονή, προσδοκία και ελπίδα και αναζήτησε τη χαρά της ζωής μέσα από την απλή καθημερινότητα. Πραγματικά ο ποντιακός Ελληνισμός, σε αυτή τη μακριά διαδρομή του στην ιστορία έπεσε στις ξέρες της μακρόχρονης βαρυχειμωνιάς, αυτής που εμπόδισε τα λουλούδια της ψυχής να ανθήσουν και να ευωδιάσουν. Στέριωσε, τράνεψε, έκλαψε, αγάπησε, πόνεσε και κρατήθηκε όρθια. Έκανε την νέα γη δική της, τη νέα πατρίδα τόπο αγαπημένο, το αλέτρι και το άροτρο εργαλεία καρποφορίας. Γεύτηκε τους καρπούς της γης και αγκάλιασε τα οράματα του Ελληνισμού. Όρθωσε το ανάστημά της και πολέμησε, θυσιάστηκε πάλεψε τον εχθρό της Ελλάδας. Και όταν ήρθε ο καιρός έδρεψε τους καρπούς των μόχθων της οικοδομώντας στέρεα σπιτικά με αληθινή περίσκεψη.

Οι νέες γενιές άκουσαν για τη μακρινή πατρίδα μέσα από τις ιστορίες της γιαγιάς που εγγράφονταν στο συλλογικό υποσυνείδητο της οικογένειας. Όλα έμοιαζαν μια μακρινή ανάμνηση σβησμένη κάπου στο χθες, ανάμεσα στο μύθο και στην προσδοκία. Έκλαψαν, πόνεσαν σε μια άλλη γη που τους φιλοξενούσε και δεν ήταν η δική τους έμοιαζε όμως πιο αληθινή από αυτήν. Ο ήλιος ήταν το ίδιο λαμπρός τα άστρα σημάδευαν με τον ίδιο τρόπο το δρόμο τους προς το μέλλον, πέρα μακριά όμως υπήρχε ένας δικός τους τόπος. Ή μήπως δεν ήταν δικός τους, ήταν απλά ο τόπος του πατέρα ή του παππού, ή ακόμα χειρότερα μια μακρινή φαντασίωση σε ένα τοπίο γεμάτο αναζητήσεις;

Η μέρα έσβηνε χωρίς οι αλήθειες ή τα ψεύδη που συσσωρεύονταν να εκμαιεύουν απαντήσεις. Στην άκρη του μυαλού η ομίχλη δεν διαλυόταν και ο μακρινός τόπος φάνταζε όλο και πιο χαμένος σε βυθοσκοπήσεις του μυαλού.

Οι μόνοι που έστεργαν να αφυπνίσουν την κουρασμένη σκέψη, να τη βάλουν στην τροχιά της αληθινής καταγωγής και αυτή να επιτάξει έτσι μια γωνίτσα του νου για να κατοικήσει η σκέψη ήταν ο τραγουδιστής των Ποντίων, ο Χρύσανθος και όλοι οι λυράρηδες που κουβαλούσαν στους ώμους τους την παράδοση και την ιστορία χρόνων, τους αγώνες και τη μνήμη αιώνων και το φως της μακρινής τους πατρίδας στοιβαγμένο σε χιλιόχρονα δοξάρια. Σε αυτό το τοπίο ο Χρύσανθος στάθηκε με τη μουσική του το πέρασμα της άνοιξης, η ψυχή του Πόντου, η δική του αλήθεια. Με τη δική του συντροφιά οι Πόντιοι άνθισαν, γαλουχήθηκαν, πάλεψαν με τα στοιχεία και τα στοιχειά.

Το τραγούδι του Χρύσανθου έφερνε σε όλους τους Πόντιους τη γη των προγόνων κοντύτερα, στεφάνωνε τη σκέψη αιώνων με χρώματα και ταξίδευε τους νέους ανθρώπους στην αλήθεια της ιστορίας. Πέρα από την κουρασμένη όψη της πραγματικότητας υπήρχε το όραμα ενός κόσμου που τον κουβαλούσαν μέσα τους σαν μνήμη, σαν εικόνα, σαν ιστορία. Η κληρονομιά των προγόνων έσμιγε το χθες με το σήμερα, έκανε τον κόσμο να φαντάζει αέρινος, παρά το βαρύ φορτίο του, δυνατός παρά την αδυναμία του. Κάπου εκεί στη μακρινή γη οι Πόντιοι είχαν εναποθέσει την ψυχή τους. Και αυτή είχε ρίξει ρίζες και καρπούς, είχε στοιχειώσει το νου και είχε δημιουργήσει τους καρπούς της.

Πραγματικά για τους καταπονημένους από τους καημούς της προσφυγιάς Πόντιους η μουσική του Χρύσανθου με τους κυματισμούς της ψυχής που αναδύει μέσα από τα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου μιας ολόκληρης φυλής καταφέρνει να πολεμήσει όλα τα κακά των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα στο αισθησιακό περιβάλλον που οικοδομεί νικά την αλαζονεία της εξουσίας, το φιλοχρηματισμό, τον κομματικό ραγιαδισμό, και όλα αυτά που αποτελούν την πηγή του κακού μέσα μας. Και μαζί με την καταπολέμηση των αρνητικών στοιχείων του σύγχρονου κόσμου μας, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο γαλήνης, μας ταξιδεύει στις μακρινές μας πατρίδες, στα πλαίσια μιας ενορατικής σύλληψης του χώρου που αγαπήσαμε μέσα από τις μνήμες των παλιότερων και μας θυμίζει ότι είμαστε το ηρωικότερο τμήμα του ακριτικού Ελληνισμού με ξεχωριστή ιστορία, πολιτισμό και φυσιογνωμία. Και μας συντροφεύει και μας ενισχύει στον πόθο να ξεσηκωθούμε όλοι μαζί για να διεκδικήσουμε ισότιμα με τα άλλα διαμερίσματα του Ελληνισμού το δικαίωμα στην ιστορική γνώση. Το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών.

Το συντρόφευμα του Χρύσανθου με τον Καζαντζίδη αποτελεί μια μεγαλειώδη συγκυρία. Κοινή η καταγωγή και των δύο, κοινός ο πόθος για τον Πόντο, κοινό το πάθος για το τραγούδι. Αλλά και οι προσωπικές ιστορίες τους ανάλογες: συντροφεύουν την κουρασμένη μοίρα τους μέσα από τις εθνικές μας τραγωδίες, την προσφυγιά διαδέχεται ο καημός του εμφυλίου, τα προδομένα οράματα, το ξέσκισμα των ονείρων, η σκύλευση των προσδοκιών. Και η μνήμη μετέωρη, κρεμασμένη ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, ανίκανη να ορθοποδήσει, να συμβιβάσει αυτό που χάθηκε, να προσγειωθεί και να αναπαυθεί. Καζαντζίδης και Χρύσανθος ζούσαν τον Πόντο μέσα τους, βίωναν σε κάθε φάση της ζωής τους τον σπαραγμό του χαμού του και τον μετουσίωναν σε τραγούδι. Ένα τραγούδι που έκλαιγε και σπάραζε τις ψυχές των Ποντίων, καθώς συντρόφευε τη μοίρα του ξεριζωμού, τον χαμό της αναζήτησης, την προσδοκία για ένα λιγότερο άνυδρο μέλλον.

Αλλά ευτυχής υπήρξε και η συγκυρία της συνεργασίας του Χρύσανθου από το 1973 με το μουσικοσυνθέτη Χριστόδουλο Χάλαρη και πεδίο το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, καθώς το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του προσέλκυσε τον καταξιωμένο καλλιτέχνη. Η σύνδεση του ποντίου αοιδού με τη μουσική πραγμάτωση όπως την οραματίστηκε ο Χάλαρης δημιούργησε μια πανδαισία ήχων, μια γοητεία χρωμάτων, μια σύνθεση που γητεύει το νου και ταξιδεύει την ψυχή σε κόσμους όπου κυριαρχεί η γαλήνη της αυτοπραγμάτωσης.

Πέρα όμως από τη σχέση με τον Χάλαρη θα πρέπει να μας απασχολήσουν και άλλοι σταθμοί της αισθητικής μουσικής πορείας του δικού μας Χρύσανθου. Σταθμοί που καθιστούν το νου εκστατικό και μας επιτρέπουν να πούμε για τη δική του εμβέλεια και καταξίωση, για τη συμβολή του στην εθνική μουσική παράδοση, για το γεφύρωμα των αντιθέσεων και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Γιατί ο Χρύσανθος συνεργάστηκε με καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Ξυλούρη, φέρνοντας κοντά δύο μεγάλα ρεύματα της καλλιτεχνικής παράδοσης, εκείνο της Κρήτης και εκείνο του Πόντου. Η ελληνική μούσα μέσα από το πάντρεμα των ρυθμών και τη σύζευξη της μελωδίας οδηγήθηκε στο απόγειο της δόξας και της ακμής της. Ενώ η σύζευξη της μελωδίας του με εκείνη της Μαρίζας Κωχ πρόσφερε μια γέφυρα ανάμεσα στο Αιγαίο και στον Πόντο, έδεσε την ψυχή του νησιώτη με την ψυχή της Ρωμιοσύνης.

Ακόμα και σήμερα, επτά χρόνια μετά το ταξίδι του στη γειτονιά των αγγέλων το νιώθομε, ο Χρύσανθος δεν πέθανε, κοιμάται μέσα μας, είναι αυτός που χρωματίζει τα όνειρά μας, αυτός που τραγουδά τη σκέψη μας και μας θυμίζει ότι αυτόν τον καιρό που έχομε πια κερδίσει για το ήθος και την εργατικότητά μας την κοινωνική καταξίωση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των συνελλήνων είναι καιρός να απαιτήσομε την ανάδειξη και αξιοποίηση και προστασία της ανεκτίμητης περιουσίας μας που δεν είναι άλλη από την ιστορία και τον πολιτισμό μας.

Ας κλείσομε τα μάτια και ας βυθιστούμε στον αισθαντικό κόσμο του Χρύσανθου. Ας δούμε με τα μάτια της δικής του ψυχής το μακρινό τοπίο του Καρς, που το πατάν αλλόφυλοι. Ας αφουγκραστούμε μέσα από την πανδαισία των μουσικών του περιηγήσεων τους καημούς των απλών καθημερινών ανθρώπων, των πατεράδων, των παππούδων, που μας κληροδότησαν το όνειρο της πατρίδας. Κι ας ερμηνεύσουμε τις νότες αυτές ως κραυγή του μεγάλου τραγουδιστή που αναρωτιέται μέσα από το φως της μουσικής του: Ως πότε ο σπόρος της ελπίδας θα ανέχεται τις λευκές σελίδες της ιστορίας;

Σήμερα που έχομε συνθλίβει μέσα στις στείρες βιοτικές μας μέριμνες, σήμερα που η καθημερινότητα πολεμά την αλήθεια της ιστορίας, και ο Ελληνισμός αναζητά τη δική του ταυτότητα μέσα σε ένα ισοπεδωτικό πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα που συνθλίβει την σκέψη και υποτάσσει τις όποιες ιδιαιτερότητες σε δεδομένα σχήματα και εθνικιστικές σκοπιμότητες, το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών. Η συγκινητική συνειδησιακή αφύπνιση του ποντιακού στοιχείου είναι προϊόν της μουσικής του, αφού αυτή θα σημάνει το νικητήριο σάλπισμα. Ένα σάλπισμα που θα αποτελέσει ιστορική παρακαταθήκη για όλους τους πόντιους. Σάλπισμα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού. Και ο Χρύσανθος θα βρίσκεται τότε στη θέση του Τυρταίου της ποντιακής μας παράδοσης. (ανάρτηση από e-Pontos
)
 


Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

΄΄Το Χιλιάρμενο της Παναγίας΄΄, Λαογραφία της Σινώπης του Πόντου

 
 
 
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε
»
 
 
H ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ της Ελλάδας είναι γεμάτη από διηγήσεις και συμβολισμούς που σχετίζονται με τους Βυζαντινούς χρόνους, δίχως όμως να αποδίδονται πάντοτε πιστά τα ιστορικά γεγονότα.
Σύμφωνα με μια παράδοση στη Σινώπη του Πόντου, το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής ονομάστηκε ΄΄Χιλιάρμενο της Παναγίας΄΄ στηριζόμενο στην ανάμνηση της πολιορκίας του 626 μ.Χ, Τον καρό του Ηράκλειου πήγανε οι Αγαρινοί να πάρουν την Πόλη. Ο Ηράκλειος έλειπε στη Σεβάστεια. Ο Πατριάρχης Σέργιος κάλεσε τον κόσμο στην εκκλησία και ως το πρωί προσεύχονταν ακάθιστοι. Στο λιμάνι της Πόλης ήταν χίλια καράβια των Αγαρηνών. Η Παναγία άκουσε την προσευχή και το πρωί του Σαββάτου έβγαλεν έναν αέρα δυνατό κι εβούλιαξεν όλα τα καράβια. Εμεινε μόνο ένα, το ελληνικό. Από τότε η ημέρα αυτή ονομάστηκε το ΄΄Χιλιάρμενο της Παναγίας΄΄.
 
Ιστορικό πλαίσιο

Στα μέσα του 6ου αι. το νομαδικό φύλο των Αβάρων διέσχισε τις πεδιάδες βορείως του Ευξείνου Πόντου και έφθασε από την Ασία στις παραδουνάβιες περιοχές, στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η άφιξή τους επρόκειτο να ανατρέψει ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας και συνετέλεσε σημαντικά στη σλαβική εποίκιση της Βαλκανικής.
 
Ήδη το 558 οι Άβαροι απέστειλαν πρεσβεία στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α', προτείνοντάς του βοήθεια εναντίον ορισμένων νομαδικών φύλων τα οποία την εποχή εκείνη απειλούσαν το Βυζάντιο.
 
Το 567 οι Αβάροι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία, όπου σε συμμαχία με τους Λογγοβάρδους κατέστρεψαν το κράτος των Γεπίδων. Το επόμενο έτος οι Λογγοβάρδοι κινήθηκαν προς τη Βόρεια Ιταλία, με αποτέλεσμα οι έποικοι από την Ασία να κυριαρχήσουν στην πεδιάδα της Παννονίας. Τα αβαρικά φύλα σχημάτισαν ισχυρή συμμαχία, στην οποία εντάχθηκαν τα υπολείμματα των ηττημένων Γεπίδων, καθώς και μεγάλες ομάδες Σλάβων και Βουλγάρων.
 
Οι Άβαροι δεν άργησαν να στραφούν εναντίον των παραμεθορίων βυζαντινών πόλεων του Δούναβη: το 582 κατέλαβαν το Σίρμιον και το 584 τη Σιγγιδόνα, το Βιμινάκιον και την Αυγούστα. Κατόπιν έστρεψαν το βλέμμα τους προς νότο και το 586 πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Θεσσαλονίκη. Η επιθετική τους πολιτική εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθηκε επί αυτοκράτορος Μαυρικίου και αποκορυφώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Καθώς ήταν απασχολημένος με τον πολυετή αγώνα εναντίον των Περσών, ο Ηράκλειος αναγκάσθηκε να συνάψει επαχθή ειρήνη με τους Αβάρους, καταβάλλοντας υψηλό φόρο υποτέλειας. Μάλιστα, στην απευθείας συνάντηση που είχε με τον χαγάνο των Αβάρων στη Θράκη το 617, λίγο έλειψε να πέσει θύμα ενέδρας. Γινόταν πλέον φανερό ότι στόχος των Αβάρων ήταν η κατάληψη όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλεύουσας.
 
 
2.1. Ο αποκλεισμός της πόλης και οι πρώτες επιχειρήσεις (29 Ιουνίου - 30 Ιουλίου 626)

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 υπήρξε κομβικό σημείο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Αβάρους. Οι τελευταίοι σχεδίαζαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας και δεν πτοήθηκαν ούτε από την αποτυχία να εξουδετερώσουν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα το 617. Παρά τις μεγάλες χορηγίες που έλαβε το 619 από τη βυζαντινή πλευρά (ετήσιο φόρο ύψους 200.000 χρυσών νομισμάτων και επιφανείς ομήρους), ο φιλόδοξος χαγάνος των Αβάρων δεν σταμάτησε τις μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Βυζαντινών στο ανατολικό μέτωπο, όπου βρισκόταν ο Ηράκλειος από το 622, οι Αβάροι αθέτησαν τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς και από κοινού με τους Πέρσες αποφάσισαν να πολιορκήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Στις αρχές Ιουνίου 626 εμφανίσθηκαν μπροστά στη Χαλκηδόνα, στις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου, τα στρατεύματα του Πέρση στρατηγού Σαρβαραζά (Shahrbaraz). Αναμένοντας την άφιξη του χαγάνου, ο Σαρβαραζάς πυρπόλησε τα προάστια της Χαλκηδόνος, εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις.

Την Κυριακή, 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων, η οποία αριθμούσε περί τους 30.000 άνδρες, έφθασε από την Αδριανούπολη μπροστά στα Μακρά Τείχη, το οποίο είχε κατασκευάσει στα τέλη του 5ου αι. ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος Α', περίπου 65 χλμ. δυτικά της Κωνσταντινούπολης, από τις ακτές της Προποντίδος έως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Την ίδια ημέρα ο βυζαντινός στρατός εγκατέλειψε τα περίχωρα και αποσύρθηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στην πόλη επικράτησε μεγάλη ταραχή και σημειώθηκαν αντιδράσεις πανικού. Οι Βυζαντινοί έστειλαν απεσταλμένους στον χαγάνο δηλώνοντας ότι είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, αρκεί να παραιτηθεί από την πολιορκία. Στο μεταξύ, ο μάγιστρος Βώνος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί τη μέριμνα της πρωτεύουσας από κοινού με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, με εντολή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, άρχισε εσπευσμένες προσπάθειες για την άμυνα της πόλης, ενώ ο Σέργιος προσπαθούσε να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει τους πολίτες. Έγκαιρα ενημερωμένος για τις προθέσεις των Αβάρων, ο Ηράκλειος από τη μακρινή Λαζική, όπου είχε στρατοπεδεύσει με τον στρατό του, απέστειλε μία δύναμη στρατιωτών για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης και έδωσε εντολή για την οργάνωση της άμυνας.

Λίγο αργότερα, περίπου χίλιοι στρατιώτες του χαγάνου έφθασαν στην ανατολική συνοικία των Συκεών και με σήματα φωτιάς ήλθαν σε επαφή με τις περσικές δυνάμεις στη Χρυσούπολη, στη μικρασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Οι λεηλασίες και οι εμπρησμοί συνεχίζονταν στην περιοχή μεταξύ Χαλκηδόνος και Χρυσούπολης, ενώ σήματα καπνού εντοπίσθηκαν και στα δυτικά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, οι Αβάροι εντόπισαν και κατέστρεψαν το υδραγωγείο το οποίο προμήθευε με νερό την πόλη. Η ανησυχία κι οι φόβοι στην πρωτεύουσα αυξήθηκαν.

Πεπεισμένος ότι η οριστική επιτυχία δεν είναι μακριά, ο αρχηγός των Αβάρων, του οποίου το όνομα δεν σώζεται στις πηγές, δέχθηκε στην Αδριανούπολη νέα πρεσβεία σταλμένη από τον μάγιστρο Βώνο και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να προβούν σε παραχωρήσεις ή να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Οργισμένος ο χαγάνος αρνήθηκε να δεχθεί τον απεσταλμένο, δείχνοντας σαφώς ότι δεν θα υπάρξουν άλλες διαπραγματεύσεις.

Τις πρωινές ώρες της Τρίτης, 29 Ιουλίου 626, εμφανίσθηκε μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας ο κύριος στρατός των Αβάρων, ο οποίος, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, αριθμούσε περίπου 80.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων από τα υποτελή φύλα των Γεπίδων, Σλάβων και Βουλγάρων. Περιμένοντας τη σύγκρουση, ο μάγιστρος Βώνος επιθεώρησε τους στρατιώτες στα τείχη και έδωσε τις τελευταίες εντολές. Στη λιτανεία που οργανώθηκε για την εμψύχωση των υπερασπιστών της πόλης επικεφαλής τέθηκε ο πατριάρχης Σέργιος. Την επομένη οι Αβάροι προώθησαν τις πολιορκητικές μηχανές τους και προέβησαν στις τελευταίες προετοιμασίες για την έφοδο.
 
Τα ξημερώματα της 31ης Ιουλίου άρχισε η επίθεση των Αβάρων, την οποία περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ο ποιητής Θεόδωρος Σύγκελος σημειώνοντας ότι οι Άβαροι επιτέθηκαν στα τείχη της Πόλης ως βροντές, αστραπές και χαλαζίας.1 Στην πρώτη γραμμή είχαν τοποθετηθεί οι ελαφρώς οπλισμένοι Σλάβοι και στη δεύτερη το θωρακισμένο πεζικό των Αβάρων. Ήδη από την πρώτη ημέρα οι επιτιθέμενοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Το γεγονός αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των υπερασπιστών που πίστευαν ότι τους βοηθούσε η προστάτιδα της Πόλης, η Θεοτόκος.2 Την επομένη, την 1η Αυγούστου, οι επιτιθέμενοι συνέχισαν την έφοδο με τη βοήθεια πολιορκητικών μηχανών: προώθησαν στα τείχη δώδεκα ψηλούς ξύλινους πολιορκητικούς πύργους καλυμμένους με δέρματα υψηλούς σχεδόν όσο ήταν τα τείχη. Όμως οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να πυρπολήσουν ορισμένους, αναγκάζοντας τους Αβάρους να αποσύρουν τους υπόλοιπους.

Επειδή ήξερε ότι η Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να αλωθεί χωρίς στόλο και ότι ο Κεράτιος Κόλπος είναι το πιο αδύναμο σημείο της άμυνας, ο χαγάνος οργάνωσε και επίθεση από θαλάσσης. Γνωρίζοντας ότι οι Άβαροι ήταν ακοκλειστικά λαός της στεριάς χωρίς καμία ναυτική εμπειρία, ο αρχηγός τους διέταξε την επιχείρηση αυτή να αναλάβουν τα σλαβικά μονόξυλα, μικρά σκάφη που κατασκευάζονται από έναν μεγάλο κορμό δέντρου.
 
Στο μεταξύ, βρισκόταν σε εξέλιξη μία νέα διπλωματική προσπάθεια εκ μέρους των Βυζαντινών. Συγκεκριμένα, ο Βώνος πρότεινε για πολλοστή φορά στους Αβάρους να λύσουν την πολιορκία, προσφέροντας ως αντάλλαγμα φόρο υποτέλειας και πλούσια δώρα. Όμως, ο χαγάνος έθεσε πάλι υπερβολικά αιτήματα, το κυριότερο από τα οποία ήταν ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης να εγκαταλείψει την πόλη, αφήνοντας τις περιουσίες του.

Το Σάββατο, 2 Αυγούστου, οι μάχες συνεχίσθηκαν, όμως η κατάσταση δεν άλλαξε. Ο χαγάνος προειδοποίησε τη βυζαντινή πρεσβεία ότι, εάν η πόλη δεν τού παραδοθεί, θα καταστρέψει ό,τι βρεθεί στο δρόμο του και απείλησε ότι θα μεταφέρει τα περσικά στρατεύματα στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Μάλιστα, παρουσίασε στους Βυζαντινούς τους Πέρσες απεσταλμένους που είχε στείλει ο Σαρβαραζάς. Οι Βυζαντινοί απέρριψαν το τελεσίγραφο του Αβάρου αρχηγού και εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις. Την ίδια νύχτα κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Πέρσες απεσταλμένους, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη Χαλκηδόνα. Ο ένας εκτελέσθηκε επιτόπου και οι άλλοι δύο οδηγήθηκαν στην πόλη. Το πρωί της επομένης, 3 Αυγούστου, τους ανέβασαν στα τείχη και τους επέδειξαν στους πολιορκητές. Στον έναν από τους δύο έκοψαν τα χέρια και μετά τον έστειλαν πίσω στους Αβάρους, μαζί με το κεφάλι του απεσταλμένου τον οποίο είχαν σκοτώσει την προηγουμένη, ενώ τον δεύτερο τον οδήγησαν με πλοίο μπροστά στη Χαλκηδόνα, τον επέδειξαν στους Πέρσες και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το κεφάλι του στην ακτή.

Τα ξημερώματα της 4ης Αυγούστου έλαβε χώρα σύγκρουση μεταξύ του βυζαντινού στόλου και των μονοξύλων των Σλάβων. Στην άνιση μάχη ο στολίσκος των μονοξύλων διαλύθηκε και τα πληρώματά τους εξοντώθηκαν. Την έβδομη και την όγδοη ημέρα της πολιορκίας (4 και 5 Αυγούστου) ο χαγάνος προετοιμαζόταν πυρετωδώς για την τελευταία αποφασιστική επίθεση. Σημειώθηκαν λίγες μόνο αψιμαχίες. Την Τετάρτη, 6 Αυγούστου, η μάχη ξέσπασε κατά μήκος των τειχών και διήρκεσε ολόκληρη τη νύχτα. Οι Αβάροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες, ενώ για τους Βυζαντινούς οι απώλειες ήταν πολύ μικρότερες.


2.3. Η τελική επίθεση και η αποχώρηση των Αβάρων (7 Αυγούστου 626)

Η τελική επίθεση από ξηράς και θαλάσσης ξεκίνησε το πρωί της 7ης Αυγούστου. Οι κραυγές και οι φωνές των επιτιθέμενων Αβάρων γέμισαν τον αέρα. Στη συνέχεια στο Κεράτιο κόλπο εμφανίστηκαν τα σλαβικά μονόξυλα. Ο χαγάνος υπολόγιζε ότι θα καταφέρει με το στρατό του να διαπεράσει το τείχος, ενώ τα μονόξυλα θα τού εξασφάλιζαν πρόσβαση στην πόλη από το Κεράτιο κόλπο, στην περιοχή των Βλαχερνών, όπου η οχύρωση ήταν ασθενέστερη. Μολονότι οι Αβάροι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Παναγία των Βλαχερνών και τη γύρω περιοχή και να οχυρωθούν εκεί, υπέστησαν τόσες απώλειες ώστε δεν κατόρθωσαν ούτε συνεχίσουν την επίθεση, ούτε να μαζέψουν τους τραυματίες και τους νεκρούς, αλλά παρέμειναν καθηλωμένοι. Στη δε μάχη βυζαντινός στόλος περικύκλωσε και κατέστρεψε τα σλαβικά μονόξυλα: όπως γράφει ο μεταγενέστερος ιστορικός πατριάρχης Νικηφόρος, η θάλασσα κοκκίνησε από το αίμα,3 ενώ ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σύγκελος αναφέρει ότι η θάλασσα δίπλα στις Βλαχέρνες ήταν καλυμμένη με πτώματα και άδεια μονόξυλα που έπλεαν πέρα - δώθε. Μόνον ένας μικρός αριθμός Σλάβων κατόρθωσε να διασωθεί. Ο χαγάνος, ο οποίος παρακολουθούσε από τον κοντινό λόφο την εξέλιξη της μάχης, πήγε με τα πόδια στη σκηνή του και μέσα στην απόγνωσή και την οργή του άρχισε να χτυπάει το στήθος και το κεφάλι του. Οι Σλάβοι, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Αβάρων, εγκατέλειψαν τις θέσεις μάχης τους και άρχισαν να διαφεύγουν στα γύρω μέρη. Το ιππικό των Αβάρων ρίχθηκε να τους βρει και ξαφνικά ο χώρος μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης έμεινε έρημος.

Ενθουσιασμένοι από την εξέλιξη αυτή, μία μερίδα των υπερασπιστών της πόλης, μεταξύ των οποίων και πολλά γυναικόπαιδα, πραγματοποίησαν έξοδο, αλλά ο πάντοτε επιφυλακτικός μάγιστρος Βώνος έδωσε εντολή να επιστρέψουν αμέσως. Τις νυκτερινές ώρες και υπό την προστασία του σκότους οι Αβάροι στρατιώτες επέστρεψαν, συγκέντρωσαν τα υπολείμματα των πολιορκητικών μηχανών πολιορκίας και τα έκαψαν μαζί με τον καταυλισμό. Επρόκειτο για τη συμβολική αναγνώριση της ήττας τους. Το πρωί της 8ης Αυγούστου 626 μπροστά από τα τείχη της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης των Αβάρων.

3. Συνέπειες

Στην Κωνσταντινούπολη επικράτησε ανακούφιση και οι πολίτες επιδόθηκαν σε πανηγυρισμούς, όμως από επιφύλαξη δεν έβγαιναν έξω από τα τείχη, διότι αβαρικά στρατεύματα περιφέρονταν στα προάστια και πυρπολούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η βυζαντινή πλευρά απέρριψε την πρόταση των Αβάρων για νέες διαπραγματεύσεις. Μετά από αυτό, συνειδητοποιώντας ότι ο επιθυμητός στόχος διέφυγε ανεπιστρεπτί και διά παντός, ο χαγάνος εγκατέλειψε την περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Ο περσικός στρατός, ο οποίος δεν έλαβε ενεργό μέρος στη μάχη, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής, παρέμεινε στην περιοχή της Χαλκηδόνος έως την άνοιξη του 627, όμως αυτό δεν είχε πλέον καμία στρατηγική σημασία.

Οι Βυζαντινοί διατήρησαν στη μνήμη τους το γεγονός της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης, γιορτάζοντας κάθε χρόνο την 7η Αυγούστου ως μεγάλη εορτή.

Ως αίτια της ήττας των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη αναφέρονται η έλλειψη τροφίμων, η λανθασμένη τακτική στη θάλασσα, η εθνική ετερογένεια των επιδρομέων (Αβάροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γεπίδες), αλλά και το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα φιλόδοξη επιχείρηση. Οι Αβάροι ποτέ δεν ανέκτησαν πραγματικά τη δύναμή τους μετά από αυτήν την αποτυχία και ο έλεγχός τους πάνω στα ποικίλα φύλα από έναν ευρύτατο χώρο - από την Κεντρική Ευρώπη έως τον Καύκασο - αποδυναμώθηκε σημαντικά. Το αβαρικό κράτος συνέχισε μεν να υπάρχει έως τις αρχές του 9ου αι., όταν το διέλυσε ο Καρλομάγνος, όμως ποτέ δεν επανέκτησε την παλαιά του δύναμη και αίγλη. Η αποτυχία μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης υπήρξε η αρχή του τέλους για τους Αβάρους. (Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού)
 
 
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
 
Οι κάτοικοι της Πόλης δεν είχαν καμιά αμφιβολία για το ποιός τους είχε σώσει: «μόνην γαρ οίμαι την Τεκούσαν ασπόρως τα τόξα τείναι και βαλείν την ασπίδα, και ταις αδήλοις συμπλοκαίς μεμιγμένην βάλλειν, τιτρώσκειν, αντιπέμπειν το ξίφος, ανατρέπειν τε και καλύπτειν τα σκάφη δούναί τε πάσι τον βυθόν κατοικίαν», έγραφε ο Γεώργιος Πισίδης που παραβρέθηκε στα γεγονότα («Εις την γενομένην έφοδον των βαρβάρων και εις την αυτών αστοχίαν», στ. 451-456). «Τη του θεού δυνάμει και συνεργία και ταις πρεσβείαις της αχράντου και θεομήτορος παρθένου ηττήθησαν» σημείωνε ο Θεοφάνης.
Άλλωστε ο ίδιος ο χαγάνος ομολογούσε κατάπληκτος στη διάρκεια της μάχης ότι «εγώ θεωρώ γυναίκα σεμνοφορούσαν περιτρέχουσαν εις το τείχος μόνην ούσαν» (Πασχάλιο Χρονικό, 725). Όλος ο λαός, με επικεφαλής τον πατριάρχη Σέργιο, έτρεξε στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών για να ευχαριστήση την Παναγία. Εκείνο το βράδυ της 8ης Αυγούστου 626, όρθιοι έψαλαν τον ύμνο που από τότε ονομάστηκε «Ακάθιστος», δοξολογώντας και αποδίδοντας την σωτηρία «τη υπερμάχω στρατηγώ», γνωρίζοντας ότι αυτή αποδείχθηκε «της βασιλείας το απόρθητον τείχος».
 
Στις 15 Μαΐου, Κυριακή της Πεντηκοστής, από τον άμβωνα της Αγια-Σοφιάς αναγνώστηκε το νικητήριο διάγγελμα του αυτοκράτορα, το οποίο διασώζεται στο «Πασχάλιο Χρονικό». Η αρχή του είναι ενδεικτική του πνεύματος των προγόνων μας, ανεξαρτήτως θέσης και εξουσίας: «Αλαλάξατε τω θεώ πάσα η γη, δουλεύσατε τω κυρίω εν ευφροσύνη, εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει, και γνώτε ότι κύριος αυτός εστιν ο θεός. αυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς. ημείς δε λαός αυτού εσμεν και πρόβατα νομής αυτού». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω, δηλώνοντας ότι η ήττα του Χοσρόη δεν οφείλεται στην εγκόσμια υπεροπλία των Ρωμαίων, αλλά στην ασέβειά του προς τον μόνον αληθινό Θεό: «ευφρανθήτωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη και τερφθήτω η θάλασσα και πάντα τα εν αυτοίς. και πάντες οι χριστιανοί αινούντες και δοξολογούντες ευχαριστήσωμεν τω μόνω θεώ, χαίροντες επί τω αγίω αυτού ονόματι χαράν μεγάλην. έπεσεν γαρ ο υπερήφανος και θεομάχος Χοσρόης. έπεσεν και επτωματίσθη εις τα καταχθόνια, και εξωλοθρεύθη εκ γης το μνημόσυνον αυτού ο υπεραιρόμενος και λαλήσας αδικίαν εν υπερηφανία και εξουδενώσει κατά του κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού θεού και της αχράντου μητρός αυτού της ευλογημένης δεσποίνης ημών θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, απώλετο ο ασεβής μετ’ ηχούς» (Πασχάλιο Χρονικό, 727-728).
Αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα μας φέρνει στη μνήμη κάθε χρόνο η ακολουθία των Χαιρετισμών. Θυμίζοντας σε όλους μας ότι στις πιο απελπισμένες στιγμές, όταν δεν υπάρχη καμιά ανθρώπινη βοήθεια, δεν μας ξεχνάει ο Θεός. Αρκεί να πιστέψουμε σε Αυτόν. Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός που γνώρισε αυτοκράτορες σαν τον Ηράκλειο εύχεται οι ηγέτες του να δείχνουν την ίδια ευσέβεια όπως εκείνος… (ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ)

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Παρέλαση 25ης Μαρτίου 2013 με το Σύλλογο Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου

 
 
Ο Σύλλογος παρελαύνει με φορεσιές
από τη Μακεδονία(Αλεξάνδρεια Ημαθίας) - Πόντο - Θράκη (Μεταξάδες Εβρου)
 
 
Ο Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου συμμετείχε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου με σύσσωμο , σχεδόν,  το χορευτικό τμήμα ποντιακών χορών .
 
Πριν από την παρέλαση ο σύλλογος παραβρέθηκε στην τέλεση της δοξολογίας και στην κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του Αγίου Νικολάου . 
 
Μικρά παιδιά , ντυμένα με τις ποντιακές παραδοσιακές φορεσιές και  κρατώντας τις ποντιακές λύρες τους, προπορεύτηκαν του τμήματος του συλλόγου.
 
Ακολούθησε το λάβαρο , με μέλη του συλλόγου ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές από τη Μακεδονία ,τον Πόντο και τη Θράκη.
 
Το τμήμα ενισχύθηκε γι΄ άλλη μια φορά με μέλη της οικογένειας του χοροδιδάσκαλου Γιάννη Ευφραιμίδη από την Αθήνα.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Μετά τις φίλες από την Ελβετία και την Ιταλία φέτος στην παρέλαση και μια Γαλλίδα φίλη, μέλος του χορευτικού τμήματος ποντιακών χορών.